συστέλλομαι

συστέλλομαι
συστέλλομαι, (να συσταλώ), συνεσταλμένος βλ. πίν. 91
——————
Σημειώσεις:
συστέλλομαι : δε συνηθίζεται ο αόριστος οριστικής.
Η μτχ. συνεσταλμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο αυτός που δείχνει συστολή, ντροπαλός.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συστέλλομαι — συστέλλω draw together pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίλλω — ἀνίλλω (Α) 1. ξετυλίγω 2. μέσ. ἀνίλλομαι α) συστέλλομαι, διστάζω β) υποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • επισυστέλλομαι — ἐπισυστέλλομαι (Α) [συστέλλομαι] 1. συστέλλομαι, περιορίζεται το μέγεθός μου 2. (για ύφος λόγου) παρουσιάζω συστολή, σεμνότητα («ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • αναγριτσιάζω — 1. συστέλλομαι, μαζεύω 2. ανατριχιάζω 3. έχω ρίγη από τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γριτσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • επιστείνομαι — ἐπιστείνομαι (Μ) στενεύω, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείνομαι «στενεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ιδνούμαι — ἰδνοῡμαι, όομαι (Α) 1. κάμπτομαι, λυγίζω («ὁ δ ἰδνώθη, θαλερόν δε οἱ ἔκπεσε δάκρυ», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη μήτρα) συσφίγγομαι, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιδνός ή *(F)ιδνός (η ύπαρξη F δεν επιβεβαιώνεται από το ομηρικό κείμενο). Η λ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • κενώνω — (Α κενῶ, όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός] κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω νεοελλ. μσν. μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω μσν. 1. τρέχω, κυλώ 2. εξαντλώ, καταδαπανώ μσν. αρχ. αφήνομαι κενός, μένω άδειος αρχ. 1. εγκαταλείπω κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • μαμουριάζω — [μαμούρης] συστέλλομαι, ζαρώνω, κακομοιριάζω σαν μαμούρης («έν τονε μαμουριασμένος στα γραψίματα γυρμένος», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”